- μεταχειρισμός
- ο (Α μεταχειρισμός) [μεταχειρίζομαι]μεταχείριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταχειρισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρισμῷ — μεταχειρισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρισμόν — μεταχειρισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)